- χαμαιράφανος
- χᾰμαι-ράφᾰνος [pron. full] [ρᾰ], ὁ,A = ἄπιος (A) 11, Paul. Aeg.7.4:—spelt [suff] χᾰμαι-ρέφᾰνος Orib.Fr.52, Hippiatr.130.184.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαμαιράφανος — και χαμαιρέφανος, ὁ, ΜΑ το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό ευφόρβιον η άπιος, κοινώς γνωστό σήμερα ως φλόμος, φλομάκι, τσαλαπατίδι και τσιρλαπίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + ῥάφανος / ῥέφανος] … Dictionary of Greek
χαμαιράφανον — χαμαιράφανος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek
χαμαιρέφανος — ὁ, ΜΑ βλ. χαμαιράφανος … Dictionary of Greek